δεσπόταν

δεσπόταν
δεσπότᾱν , δεσπότης
master
masc acc sg (epic doric aeolic)
δεσπότης
master
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεσποτᾶν — δεσπότης master masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”